ἀπόσχηται

ἀπόσχηται
ἀπέχω
keep off or away from
aor subj mp 3rd sg
ἀποσχάω
pres ind mp 3rd sg
ἀ̱πόσχηται , ἀποσχάω
perf ind mp 3rd sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”